- συγκοτταβίζω
- συγκοττᾰβίζω,A play at the cottabos together, Com.Adesp.586.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συγκοτταβίζω — Α παίζω τον κότταβο μαζί με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κοτταβίζω «παίζω τον κότταβο» (< κότταβος «παιχνίδι που έπαιζαν στα συμπόσια»)] … Dictionary of Greek